- θεότητα
- [-ης (-ητος)] η божество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεότητα — και θεότη, η (AM θεότης, Μ και θεότητα) η φύση, η ουσία τού θεού, το σύνολο τών ιδιοτήτων τού θεού («ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς», ΚΔ) νεοελλ. μσν. 1. το ίδιο το υπέρτατο ον, ο θεός 2. (με ειδωλολατρική σημασία) θεός,… … Dictionary of Greek
θεότητα — η 1. θεά. 2. θεία φύση: Πολλοί αμφισβήτησαν τη θεότητα του Χριστού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεότητα — θεότης divinity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άαχ ή Αχ — Θεότητα της αιγυπτιακής μυθολογίας, προσωποποίηση των φάσεων της σελήνης. Παριστάνεται είτε με τη μορφή του πουλιού ίριδα είτε με τη μορφή παιδικού κεφαλιού και την πανσέληνο ή ημισέληνο από πάνω του. Ήταν η θεότητα της ανανέωσης και αναγέννησης … Dictionary of Greek
Άγνι — Θεότητα της βεδικής θρησκείας, προσωποποίηση της φωτιάς σε κάθε εκδήλωσή της (φωτιάς του βωμού, αστραπής, κεραυνού κλπ.). Επειδή η φωτιά είναι ορατή από τους ανθρώπους, ο Ά. θεωρήθηκε ότι μεταφέρει τα μηνύματα των ανθρώπων προς τους θεούς. Οι… … Dictionary of Greek
Βριτόμαρτις ή Βριτόμαρπις — Θεότητα της μινωικής θρησκείας στην Κρήτη. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, καταγόταν από τη Φοινίκη και εμφανίστηκε αρχικά στο Άργος. Το όνομά της σημαίνει γλυκιά παρθένα και ήταν κόρη του Δία και της Κάρμης. Στην Κρήτη, την ταύτιζαν αρχικά με την Άρτεμη … Dictionary of Greek
Ενοδία — Θεότητα των αρχαίων Ελλήνων, η θηλυκή μορφή του Ερμή. Οι αρχαίοι αποκαλούσαν έτσι την Εκάτη, την Άρτεμη, την Κόρη και τη Σελήνη. Σε ορισμένες πόλεις, όπως στις Φερές της Θεσσαλίας και στον Ωρεό της Εύβοιας, λατρευόταν ως ξεχωριστή θεότητα, την… … Dictionary of Greek
βία — Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον… … Dictionary of Greek
φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… … Dictionary of Greek
Άγκνι — Θεότητα της βεδικής θρησκείας (βλ. λ. Βέδες) προσωποποίηση μιας ιδιαίτερης μορφής της φωτιάς, που παρευρίσκεται κυρίως στις θυσίες, όπου ενώνει τον ορατό κόσμο των ανθρώπων με τον αόρατο κόσμο των θεών. Θεωρείται άλλοτε τέκνο των Ουράνιων Υδάτων… … Dictionary of Greek
Βααλάθ ή Βααλάτ — Θεότητα των Φοινίκων και των Χαναναίων. Λατρευόταν μαζί με τον σύντροφό της Βάαλ ως θεά της γονιμότητας και η λατρεία της απαιτούσε ανθρωποθυσίες. Εμφανίζεται σε πολλούς λαούς της αρχαιότητας με διαφορετικά ονόματα, όπως Αστάρτη, Ανάθ, Ασσερά.… … Dictionary of Greek